«ΦΡΕΝΟ» ΖΗΤΑ Ο ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Φθηνά φάρμακα με ακριβή… συμμετοχή
Της Ελένης Ρανδζή
«Παρενέργειες» στην αγορά των φαρμάκων από την τιμολογιακή πολιτική των τελευταίων χρόνων, που αν και είχε επιβάλλει χαμηλές τιμές, ωστόσο οι ασφαλισμένοι βάζουν το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη και τα πληρώνουν ακριβότερα.
Η απάντηση σε αυτό το οξύμωρο θα πρέπει να αναζητηθεί στα παρεπόμενα της οικονομικής κρίσης, όπως υποστηρίζουν οι φαρμακευτικοί σύλλογοι, που εν προκειμένω απειλεί να «δυναμιτίσει» τον κλάδο τους. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκύπτει τα τελευταία χρόνια από τη χαμηλή τιμολόγηση είναι οι ελλείψεις φαρμάκων, που ταλανίζουν καθημερινά ασθενείς και φαρμακοποιούς.
Εφόσον τα φάρμακα είναι φθηνά γιατί μας κοστίζουν ακριβότερα; «Τα συνταγογραφούμενα φάρμακα στη χώρα μας είναι πολύ φθηνά και μάλιστα η τιμολόγησή τους γίνεται με βάση τον μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση», απαντά ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης κ. Διονύσης Ευγενίδης.
«Ωστόσο, το κόστος για τους ασφαλισμένους κάποιες φορές είναι παραπάνω από το αναμενόμενο, διότι στο ποσοστό συμμετοχής προστίθεται και επιπλέον επιβάρυνση από τον ΕΟΠΥΥ, με αποτέλεσμα να ακριβαίνει η αγορά του φαρμάκου. Έτσι οι ασφαλισμένοι εκπλήσσονται συχνά και αναρωτιούνται, πώς είναι δυνατόν οι τιμές των σκευασμάτων να μειώνονται, αλλά εκείνοι να πληρώνουν περισσότερα χρήματα».
Στα “ύψη” και τα μη συνταγογραφούμενα
Αλλά και στην κατηγορία των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, όπου εντάσσονται πολλά αναλγητικά, αντιφλεγμονώδη, αντιπυρετικά, αλοιφές και σιρόπια για τον βήχα και δεν αποζημιώνονται καθόλου από το κράτος, το κόστος για τους ασθενείς έχει πάρει την ανιούσα.
«Πολλά από αυτά ‘εκτοξεύτηκαν’ από τη στιγμή που απελευθερώθηκε η τιμή τους. Πρότασή μας ήταν να υπάρξει μια ελεγχόμενη τιμολογιακή αύξηση, όμως δεν εισακουστήκαμε, παρόλο που είμαστε οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι γνώστες της πολιτικής του φαρμάκου», παρατήρησε ο κ. Ευγενίδης.
Συγκριτικά με άλλες χώρες δεν είναι ακριβότερα, όμως για τους Έλληνες ασφαλισμένους, που είχαν συνηθίσει να αγοράζουν ένα μη συνταγογραφούμενο με 50 λεπτά και τώρα το παίρνουν με 2 ευρώ έχει τεράστια διαφορά».
Ελλείψεις φαρμάκων λόγω… φθήνιας
Η χαμηλή τιμολόγηση των φαρμάκων λειτούργησε ανασταλτικά στην προμήθεια της ελληνικής αγοράς με τις αναγκαίες ποσότητες και συνεπώς οι ελλείψεις αποτελούν καθημερινό «πονοκέφαλο» των ασφαλισμένων.
«Λόγω των χαμηλών τιμών που καθιερώθηκαν εξαιτίας της κρίσης, οι εταιρείες που παράγουν τα φάρμακα στο εξωτερικό δεν στέλνουν μεγάλες ποσότητες στην Ελλάδα, αφού δεν έχουν οικονομικό όφελος, παρά μόνο κάποιες ελάχιστες, κι αυτό για να μην κατηγορηθούν ότι μας αφήνουν χωρίς φάρμακα.
Από την άλλη πλευρά, πολύ μεγάλο ποσοστό από αυτά τα σκευάσματα που φθάνουν για τους Έλληνες ασθενείς και αφορούν όλο το φάσμα των παθήσεων, επανεξάγεται από τους μεσάζοντες σε πιο κερδοφόρες αγορές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Συνεπώς, μένουν ελάχιστα στη χώρα μας και το πρόβλημα όσο περνά ο καιρός οξύνεται», υπογράμμισε ο κ. Ευγενίδης.
Οι φαρμακευτικοί σύλλογοι κατ’ επανάληψη έχουν καταγγείλει το πρόβλημα, χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρξει ανταπόκριση. Έχουν ζητήσει να γίνονται αυστηροί έλεγχοι, ώστε να εξάγονται μόνο αυτά που περισσεύουν για να αποτραπεί το φαινόμενο των ελλείψεων.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, στο ισοζύγιο εισαγωγών εξαγωγών μπορεί να μετρούν θετικά οι εξαγωγές φαρμάκων, όμως δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Εξάγονται τα προϊόντα που έχουν εισαχθεί, δεν αποτελούν δική μας παραγωγή και συνεπώς δεν προσφέρουν κάτι στην οικονομία της χώρας μας. Οι δυσλειτουργίες που απορρέουν από αυτήν την κατάσταση είναι θλιβερές.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΩΝ
Οι ασθενείς δεν μπορούν να περιμένουν
«Καθημερινά αναζητούμε σκευάσματα στις φαρμακαποθήκες και μας απαντούν ότι θα τα φέρουν σε 10 μέρες. Ο ασθενής δεν έχει το φάρμακο τη στιγμή που το χρειάζεται. Ο καρκίνος μπορεί να περιμένει; Ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να περιμένει χωρίς ινσουλίνη; Αυτός που έχει υπέρταση αν αλλάξει φάρμακο μπορεί να κάνει και έναν χρόνο για να ρυθμίσει την πίεση», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Ευγενίδης.
Απέδωσε μάλιστα όλες αυτές τις δυσκολίες στη δραματική συρρίκνωση της φαρμακευτικής δαπάνης λόγω της κρίσης, σε ποσοστό κάτω από το 1% του ΑΕΠ, ενώ εκτιμά ότι θα έπρεπε να πλησιάζει τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περίπου 2%).
«Όλα αυτά είναι τα κατάλοιπα των μνημονίων, όπως υπογράμμισε ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου, «και περιμένουμε τώρα που σιγά σιγά βγαίνουμε από αυτά, να δούμε αν θα υπάρξει βελτίωση στο συγκεκριμένο κομμάτι της υγείας που έχει πληγεί πάρα πολύ. Περιμένουμε να επανεξεταστεί από τον ΕΟΠΥΥ και το ποσοστό επί του ΑΕΠ, που θα διατίθεται για τα φάρμακα».
Ο φαρμακευτικός κλάδος έχει εναποθέσει τις ελπίδες του στην ανάκαμψη της οικονομίας μας που θα αυξήσει το ΑΕΠ, και ευελπιστεί ότι ενδεχόμενη αύξη, θα επιφέρει και μείωση της συμμετοχής των ασφαλισμένων στην αγορά του φαρμάκου.
Το ωράριο λειτουργίας και άλλα… δεινά του κλάδου
Η απελευθέρωση του ωραρίου λειτουργίας των φαρμακείων έχει εξουθενώσει τους φαρμακοποιούς, ενώ καταστρέφει και τον θεσμό των εφημεριών.
«Οι συνάδελφοι δεν θέλουν πλέον να κάνουν εφημερίες λόγω της απελευθέρωσης του ωραρίου και έτσι κινδυνεύει ο θεσμός αυτός που έχει κοινωνικό χαρακτήρα, διότι εξυπηρετεί δύσκολες καταστάσεις όλο το 24ωρο, Κυριακές και αργίες» όπως εξήγησε ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
«Παράλληλα, αντιστεκόμαστε σθεναρά στην απελευθέρωση του επαγγέλματος σε ιδιώτες που δεν είναι φαρμακοποιοί, διότι δεν διασφαλίζεται η δημόσια υγεία. Υπάρχει απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου που το θεωρεί αυτό αντιδεοντολογικό. Μόνο ο ιδιοκτήτης φαρμακοποιός μπορεί να υπηρετήσει πρωτίστως το επιστημονικό κομμάτι και δευτερευόντως το εμπορικό. Έχουμε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας και προσπαθούμε για την ακύρωση αυτού του Νόμου. Στο εξωτερικό ελάχιστες χώρες επιτρέπουν οι μη φαρμακοποιοί να έχουν φαρμακείο».
Στα προβλήματα του κλάδου έχει καταγραφεί επίσης:
✓η μείωση κατά 10% του ποσοστού κέρδους, που έχει φτάσει πολλά φαρμακεία στα όριά τους,
✓καθώς και οι πωλήσεις ειδών φαρμακείου από κοινά εμπορικά καταστήματα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος για τους ασφαλισμένους αγγίζει έως και το 50% με 60% της συνολικής τιμής, όταν στο ποσοστό συμμετοχής προστεθεί και η επιβάρυνση που προβλέπεται από την μη αγορά του φθηνότερου γενόσημου φαρμάκου.